απραγμονως

απραγμονως
    ἀπραγμόνως
    ἀ-πραγμόνως
    1) без затруднений, без хлопот Thuc., Xen., Plut.
    2) беззаботно, беспечно Arst., Plut.
    3) спокойно, мирно Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απραγμονως" в других словарях:

  • ἀπραγμόνως — ἀπρᾱγμόνως , ἀπράγμων free from business adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απράγμων — κ. γμονας (Α ἀπράγμων, ον) [πράττω] αυτός που δεν έχει καμία ασχολία, αδρανής αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει νόμους και δικαστήρια 3. (για πράγματα) αυτός που δεν προξενεί ενόχληση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»